Η ταινία "Ο Πιανίστας" του Roman Polanski αποτελεί ορόσημο στην κινηματογραφική τέχνη και δεν αμφισβητείται. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο όμως αντέχει στην αξιοπιστία της ιστορίας;
Η ανάγνωση του εξαιρετικού βιβλίου της Αγκάτα Τουσίνσκα «Βιέρα Γκραν. Η κατηγορούμενη», θα αλλάξει λίγο τα δεδομένα. Θα κάνει, κατά την μαρτυρία της Γκραν, το θύμα-θύτη και η συνέχεια θα παιχτεί στα δικαστήρια !
Η οικογένεια του «Πιανίστα» προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά της συγγραφέως Τουσίνσκα που προέβαλε τις απόψεις της Γκραν και το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επροχθές, πως κάθε συγγραφέας στο πλαίσιο της εργασίας του προβάλλοντας απόψεις δεν σημαίνει ότι τις υιοθετεί κιόλας !
Επί της ουσίας, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν «Ο Πιανίστας» ήταν εν τέλει συνεργάτης των Ναζιστών στο Γκέτο της Βαρσοβίας, όπως ισχυρίζεται η Βιέρα Γκραν.
Και αν η Βιέρα Γκραν σας είναι άγνωστη αρκεί να σας γράψουμε πως η Γκραν και ο «Πιανίστας» ήταν το ιδανικό καλλιτεχνικό ζευγάρι στην προ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Κεντρική Ευρώπη. Εκείνος έπαιζε πιάνο και εκείνη τραγουδούσε ! Απολαύστε την!
Βέβαια τα πράγματα από τότε άλλαξαν. Η δημοσιογράφος Σοφία Παπαδοπούλου μας μεταφέρει την δική της αποτίμηση από την συνάντησή της με την Αγκάτα Τουσίνσκα τον Μάιο του 2012, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, Εκεί η συγγραφέας της μιλά για το προσωπικό της βίωμα από την επαφή της με την ηρωίδα του βιβλίου.
"Η ηλικιωμένη κυρία με τη ροζ ρόμπα, τον αναμαλλιασμένο κότσο και την πατερίτσα στο δεξί χέρι, που στεκόταν με δυσκολία στην πόρτα του παρισινού διαμερίσματος, δεν θύμιζε σε τίποτα την ευθυτενή, ξεχωριστής ομορφιάς τραγουδίστρια του γκέτο της Βαρσοβίας, που τον καιρό που μεσουρανούσε στις μουσικές σκηνές, στο πλάι του Μορίς Σεβαλιέ και του Σαρλ Αζναβούρ, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευδαν να την αποκαλέσουν «Πολωνή Εντίθ Πιαφ». Κι, όμως, η γυναίκα εκείνη ήταν η Βιέρα Γκραν, το «κρυμμένο» πρόσωπο στην ιστορία του Βλαντίσλαφ Σπίλμαν, του περίφημου πιανίστα, που η ζωή του έγινε ταινία από το σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι. Από την άλλη πλευρά της πόρτας στεκόταν η δημοσιογράφος και συγγραφέας Αγκάτα Τουσίνσκα, που λίγα χρόνια αργότερα θα υπέγραφε το βιβλίο «Βιέρα Γκραν. Η κατηγορούμενη» (εκδ. Καπόν). Το βιβλίο, που παρουσιάστηκε στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, εξιστορεί την πορεία ζωής της τραγουδίστριας, που καταδιωκόμενη από το στίγμα της προδοσίας έζησε ως τα βαθιά γεράματα σ' ένα ιδιότυπο βασίλειο σκιών και μυστικών από τον καιρό του πολέμου. Τις δύο γυναίκες «έδενε» η κοινή καταγωγή (από την Πολωνία) και το γκέτο της Βαρσοβίας: αυτό που έμελλε να σημαδέψει μια για πάντα τη ζωή της πρώτης και να βάλει τη δεύτερη σε μία διαδικασία αέναης αναζήτησης της διπλής της ταυτότητας- αυτής που ανακάλυψε μόλις στα 19 της χρόνια, όταν η μητέρα της τής αποκάλυψε πως και η ίδια- όπως η Γκραν- ήταν επιζήσασα του γκέτο. Η Βιέρα Γκραν τραγουδούσε τον έρωτα στο γκέτο της Βαρσοβίας. Μέσα στους γκρίζους τοίχους αυτού του μακάβριου αστικού κλουβιού, η 25χρονη (τότε) εβραία καλλονή προσέλκυε πλήθη στο φημισμένο καφέ Sztuka, σιγοψιθυρίζοντας σκοπούς που «κουβαλούσαν» σε κάθε νότα εικόνες από το ένδοξο παρελθόν της. Στο πιάνο τη συνόδευε ο Σπίλμαν. Το 1942, η Βιέρα Γκραν κατόρθωσε να διαφύγει από το γκέτο, αφήνοντας πίσω τους δικούς της ανθρώπους, αυτούς που, όπως εξομολογήθηκε αργότερα στην Αγκάτα Τουσίνσκα, ήθελε όσο τίποτα άλλο να βοηθήσει. «Από την άλλη πλευρά του γκέτο ζούσε ο άνδρας της. Αυτόν πήγε να βρει γιατί πίστευε πως θα μπορούσε να τη βοηθήσει να σώσει τη μητέρα και την αδελφή της. Γι' αυτό είπε ότι έφυγε. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε» εξηγεί στο ΑΜΠΕ - Αθηναικό και Μακεδονικό Πρακτορεί Ειδήσεων - η συγγραφέας. Μετά τον πόλεμο, ο Σπίλμαν έγινε διευθυντής του πολωνικού ραδιοφώνου και την πολέμησε ανηλεώς, αρνούμενος κάθε συνεργασία μαζί της. Εκείνη κατηγορήθηκε για συνεργασία με την Γκεστάπο και βρέθηκε να ζει κυνηγημένη από φήμες και το στίγμα της κατηγορούμενης, παρ' όλο που οι δίκες που ακολούθησαν την απάλλαξαν από τις κατηγορίες. Ωστόσο, δεν τη δικαίωσαν και η «ομίχλη» γύρω από το όνομά της ήταν ακόμη εκεί. Στοιχειωμένη από το «δαίμονα» της κατηγορούμενης, η Γκραν περιπλανήθηκε σε καφέ και μουσικές σκηνές της Πολωνίας, του Ισραήλ, ακόμη και της Βενεζουέλας. Με τη βελούδινη φωνή της προσπαθούσε ν' απαλύνει τα σκληρά ειρωνικά βλέμματα και τις φωνές εκείνες που την περιέγραφαν ως «Μάρλεν Ντίτριχ που μεταμορφωνόταν σε Μάτα Χάρι». Το 1971, η περιοδεία της στο Ισραήλ ματαιώθηκε υπό «βροχή» αντιδράσεων και απειλών από πολέμιούς της, ότι θα παραστούν στις συναυλίες της ντυμένοι με τις ριγέ φόρμες των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αντίστροφη μέτρηση προς την απομόνωση είχε ήδη ξεκινήσει. Η Α. Τουσίνσκα αναζήτησε τη Β. Γκραν το 2003, όταν το άλλοτε αηδόνι της Βαρσοβίας βάδιζε προς το τέλος της όγδοης δεκαετίας της ζωής της. Είχε ακούσει για πρώτη φορά το όνομα της Γκραν από Πολωνούς εβραίους στο Παρίσι. Πολλοί, μάλιστα, απ' αυτούς μιλούσαν για τη συνεργάτιδα των Ναζί, τη διπλή πράκτορα που διέφυγε για να «σώσει το 'τομάρι' της». Κυριευμένη από ένα είδος εμμονής στην οποία προσπαθούσε μάταια να κρύψει την απελπισμένη ανάγκη της να πει τη δική της ιστορία, η Γκραν αρχικά δεχόταν τις επισκέψεις της Τουσίνσκα στο κατώφλι του σπιτιού της. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ώστε να την εμπιστευτεί τόσο ώστε να της «ανοίξει» τον καφκακικό κόσμο που είχε πλάσει στα λίγα τετραγωνικά που στέγαζαν τη ζωή της. «Η Γκραν πίστευε συνέχεια ότι μας παρακολουθούσαν. Πως κάποιος είχε 'φυτεύσει' μία κάμερα στη λάμπα της. Κοιμόταν μ' ένα μαχαίρι, ένα σφυρί κι ένα κατσαβίδι κάτω από το μαξιλάρι της» εξηγεί στο ΑΜΠΕ η Αγκάτα Τουσίνσκα, η οποία πέρασε σχεδόν τέσσερα χρόνια- με μικρά ή μεγαλύτερα κατά καιρούς διαλείμματα- ακούγοντας την ιστορία της Γκραν. Μία ιστορία που μετέφερε στο βιβλίο της, το οποίο η πρωταγωνίστρια δεν πρόλαβε να διαβάσει. «Δεν θα έλεγε κανείς πως είχε εύκολο χαρακτήρα. Κάθε άλλο. Αρκετές φορές ήταν δυσάρεστη, δύσκολα συνεννοήσιμη- μία ντίβα ως το τέλος της ζωής της» συμπληρώνει. «Έχω ακούσει πολλές ιστορίες. Τρομερές ιστορίες. Αλλά αυτή η ιστορία ήταν απίστευτη. Δεν το χωρά ο ανθρώπινος νους τι συνέβη σ' αυτή τη γυναίκα» λέει η συγγραφέας και τονίζει πως το σημαντικό για την ίδια είναι το γεγονός πως έδωσε «φωνή» στη Βιέρα Γκραν. «Της δόθηκε η δυνατότητα να πει τη δική της ιστορία» αναφέρει χαρακτηριστικά. Η Βιέρα Γκραν πέθανε δεκαετίες αργότερα, το 2007, στο Παρίσι, «αυτοφυλακισμένη» στο μικρό, σκοτεινό διαμέρισμά της, όπου στη σκόνη και την αταξία είχε θάψει τα όνειρά της κι είχε αφήσει το μίσος και το φόβο να κυριεύσουν την ψυχή της και τους . τοίχους του σπιτιού της, όπου οι σκόρπιες λέξεις- συνθήματα «βροντοφώναζαν» την ανάγκη της να υπερασπιστεί το όνομά της. «Βοήθεια! Η κλίκα του Σπίλμαν και του Πολάνσκι θέλουν να με σκοτώσουν! Βοήθεια!» είχε γράψει με χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο σ' έναν από τους τοίχους, ενώ το πάτωμα σκέπαζαν σκόρπιες σελίδες από τις δικογραφίες και τις αποφάσεις για την υπόθεσή της. Μίας υπόθεσης που, τελικά, ίσως μόνο η ιστορία να μπορεί να κρίνει."
Βέβαια τα πράγματα από τότε άλλαξαν. Η δημοσιογράφος Σοφία Παπαδοπούλου μας μεταφέρει την δική της αποτίμηση από την συνάντησή της με την Αγκάτα Τουσίνσκα τον Μάιο του 2012, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, Εκεί η συγγραφέας της μιλά για το προσωπικό της βίωμα από την επαφή της με την ηρωίδα του βιβλίου.
"Η ηλικιωμένη κυρία με τη ροζ ρόμπα, τον αναμαλλιασμένο κότσο και την πατερίτσα στο δεξί χέρι, που στεκόταν με δυσκολία στην πόρτα του παρισινού διαμερίσματος, δεν θύμιζε σε τίποτα την ευθυτενή, ξεχωριστής ομορφιάς τραγουδίστρια του γκέτο της Βαρσοβίας, που τον καιρό που μεσουρανούσε στις μουσικές σκηνές, στο πλάι του Μορίς Σεβαλιέ και του Σαρλ Αζναβούρ, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευδαν να την αποκαλέσουν «Πολωνή Εντίθ Πιαφ». Κι, όμως, η γυναίκα εκείνη ήταν η Βιέρα Γκραν, το «κρυμμένο» πρόσωπο στην ιστορία του Βλαντίσλαφ Σπίλμαν, του περίφημου πιανίστα, που η ζωή του έγινε ταινία από το σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι. Από την άλλη πλευρά της πόρτας στεκόταν η δημοσιογράφος και συγγραφέας Αγκάτα Τουσίνσκα, που λίγα χρόνια αργότερα θα υπέγραφε το βιβλίο «Βιέρα Γκραν. Η κατηγορούμενη» (εκδ. Καπόν). Το βιβλίο, που παρουσιάστηκε στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, εξιστορεί την πορεία ζωής της τραγουδίστριας, που καταδιωκόμενη από το στίγμα της προδοσίας έζησε ως τα βαθιά γεράματα σ' ένα ιδιότυπο βασίλειο σκιών και μυστικών από τον καιρό του πολέμου. Τις δύο γυναίκες «έδενε» η κοινή καταγωγή (από την Πολωνία) και το γκέτο της Βαρσοβίας: αυτό που έμελλε να σημαδέψει μια για πάντα τη ζωή της πρώτης και να βάλει τη δεύτερη σε μία διαδικασία αέναης αναζήτησης της διπλής της ταυτότητας- αυτής που ανακάλυψε μόλις στα 19 της χρόνια, όταν η μητέρα της τής αποκάλυψε πως και η ίδια- όπως η Γκραν- ήταν επιζήσασα του γκέτο. Η Βιέρα Γκραν τραγουδούσε τον έρωτα στο γκέτο της Βαρσοβίας. Μέσα στους γκρίζους τοίχους αυτού του μακάβριου αστικού κλουβιού, η 25χρονη (τότε) εβραία καλλονή προσέλκυε πλήθη στο φημισμένο καφέ Sztuka, σιγοψιθυρίζοντας σκοπούς που «κουβαλούσαν» σε κάθε νότα εικόνες από το ένδοξο παρελθόν της. Στο πιάνο τη συνόδευε ο Σπίλμαν. Το 1942, η Βιέρα Γκραν κατόρθωσε να διαφύγει από το γκέτο, αφήνοντας πίσω τους δικούς της ανθρώπους, αυτούς που, όπως εξομολογήθηκε αργότερα στην Αγκάτα Τουσίνσκα, ήθελε όσο τίποτα άλλο να βοηθήσει. «Από την άλλη πλευρά του γκέτο ζούσε ο άνδρας της. Αυτόν πήγε να βρει γιατί πίστευε πως θα μπορούσε να τη βοηθήσει να σώσει τη μητέρα και την αδελφή της. Γι' αυτό είπε ότι έφυγε. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε» εξηγεί στο ΑΜΠΕ - Αθηναικό και Μακεδονικό Πρακτορεί Ειδήσεων - η συγγραφέας. Μετά τον πόλεμο, ο Σπίλμαν έγινε διευθυντής του πολωνικού ραδιοφώνου και την πολέμησε ανηλεώς, αρνούμενος κάθε συνεργασία μαζί της. Εκείνη κατηγορήθηκε για συνεργασία με την Γκεστάπο και βρέθηκε να ζει κυνηγημένη από φήμες και το στίγμα της κατηγορούμενης, παρ' όλο που οι δίκες που ακολούθησαν την απάλλαξαν από τις κατηγορίες. Ωστόσο, δεν τη δικαίωσαν και η «ομίχλη» γύρω από το όνομά της ήταν ακόμη εκεί. Στοιχειωμένη από το «δαίμονα» της κατηγορούμενης, η Γκραν περιπλανήθηκε σε καφέ και μουσικές σκηνές της Πολωνίας, του Ισραήλ, ακόμη και της Βενεζουέλας. Με τη βελούδινη φωνή της προσπαθούσε ν' απαλύνει τα σκληρά ειρωνικά βλέμματα και τις φωνές εκείνες που την περιέγραφαν ως «Μάρλεν Ντίτριχ που μεταμορφωνόταν σε Μάτα Χάρι». Το 1971, η περιοδεία της στο Ισραήλ ματαιώθηκε υπό «βροχή» αντιδράσεων και απειλών από πολέμιούς της, ότι θα παραστούν στις συναυλίες της ντυμένοι με τις ριγέ φόρμες των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αντίστροφη μέτρηση προς την απομόνωση είχε ήδη ξεκινήσει. Η Α. Τουσίνσκα αναζήτησε τη Β. Γκραν το 2003, όταν το άλλοτε αηδόνι της Βαρσοβίας βάδιζε προς το τέλος της όγδοης δεκαετίας της ζωής της. Είχε ακούσει για πρώτη φορά το όνομα της Γκραν από Πολωνούς εβραίους στο Παρίσι. Πολλοί, μάλιστα, απ' αυτούς μιλούσαν για τη συνεργάτιδα των Ναζί, τη διπλή πράκτορα που διέφυγε για να «σώσει το 'τομάρι' της». Κυριευμένη από ένα είδος εμμονής στην οποία προσπαθούσε μάταια να κρύψει την απελπισμένη ανάγκη της να πει τη δική της ιστορία, η Γκραν αρχικά δεχόταν τις επισκέψεις της Τουσίνσκα στο κατώφλι του σπιτιού της. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ώστε να την εμπιστευτεί τόσο ώστε να της «ανοίξει» τον καφκακικό κόσμο που είχε πλάσει στα λίγα τετραγωνικά που στέγαζαν τη ζωή της. «Η Γκραν πίστευε συνέχεια ότι μας παρακολουθούσαν. Πως κάποιος είχε 'φυτεύσει' μία κάμερα στη λάμπα της. Κοιμόταν μ' ένα μαχαίρι, ένα σφυρί κι ένα κατσαβίδι κάτω από το μαξιλάρι της» εξηγεί στο ΑΜΠΕ η Αγκάτα Τουσίνσκα, η οποία πέρασε σχεδόν τέσσερα χρόνια- με μικρά ή μεγαλύτερα κατά καιρούς διαλείμματα- ακούγοντας την ιστορία της Γκραν. Μία ιστορία που μετέφερε στο βιβλίο της, το οποίο η πρωταγωνίστρια δεν πρόλαβε να διαβάσει. «Δεν θα έλεγε κανείς πως είχε εύκολο χαρακτήρα. Κάθε άλλο. Αρκετές φορές ήταν δυσάρεστη, δύσκολα συνεννοήσιμη- μία ντίβα ως το τέλος της ζωής της» συμπληρώνει. «Έχω ακούσει πολλές ιστορίες. Τρομερές ιστορίες. Αλλά αυτή η ιστορία ήταν απίστευτη. Δεν το χωρά ο ανθρώπινος νους τι συνέβη σ' αυτή τη γυναίκα» λέει η συγγραφέας και τονίζει πως το σημαντικό για την ίδια είναι το γεγονός πως έδωσε «φωνή» στη Βιέρα Γκραν. «Της δόθηκε η δυνατότητα να πει τη δική της ιστορία» αναφέρει χαρακτηριστικά. Η Βιέρα Γκραν πέθανε δεκαετίες αργότερα, το 2007, στο Παρίσι, «αυτοφυλακισμένη» στο μικρό, σκοτεινό διαμέρισμά της, όπου στη σκόνη και την αταξία είχε θάψει τα όνειρά της κι είχε αφήσει το μίσος και το φόβο να κυριεύσουν την ψυχή της και τους . τοίχους του σπιτιού της, όπου οι σκόρπιες λέξεις- συνθήματα «βροντοφώναζαν» την ανάγκη της να υπερασπιστεί το όνομά της. «Βοήθεια! Η κλίκα του Σπίλμαν και του Πολάνσκι θέλουν να με σκοτώσουν! Βοήθεια!» είχε γράψει με χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο σ' έναν από τους τοίχους, ενώ το πάτωμα σκέπαζαν σκόρπιες σελίδες από τις δικογραφίες και τις αποφάσεις για την υπόθεσή της. Μίας υπόθεσης που, τελικά, ίσως μόνο η ιστορία να μπορεί να κρίνει."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου